ξείνου

ξείνου
ξένος 1
guest-friend
masc gen sg (ionic)
ξένος 2
guest-friend
masc/neut gen sg (epic ionic)
ξενόω
make one's friend and guest
pres imperat act 2nd sg (ionic)
ξενόω
make one's friend and guest
imperf ind act 3rd sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • АРРИАН —    • Arriānus,          Άρριανός, Flavius, из вифинского города Никомидии, ученик философа Эпиктета, римский сенатор и консул; в 136 г. император Адриан назначил его наместником Каппадокии. Антонин Пий также очень уважал его и осыпал почестями;… …   Реальный словарь классических древностей

  • μαρτύρομαι — (Α) [μάρτυς] 1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα, καλώ κάποιον για μαρτυρία (α. «γαῑαν καὶ θεοὺς μαρτύρομαι», Ευρ. β. «μαρτυρόμενος τὰ ὑπὸ τοῡ ξείνου πεπονθὼς εἴη», Ηρόδ.) 2. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, σε αντιδιαστολή με το λέγω απλώς 3. αναφέρω… …   Dictionary of Greek

  • μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”